Translate

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Μην μπερδεύεστε,έτσι είναι..

Γνωρίζεις έναν άνθρωπο, τον αγαπάς, τον φροντίζεις, μετά εκείνος φεύγει, και  εσύ κατηγορείς την αγάπη. 

Μην μπερδεύεστε ρε παιδιά, η αγάπη δεν είναι ο άνθρωπος, και έτσι και αλλιώς πληγώνεσαι που έδωσες και δεν πήρες, όχι επειδή που φέρθηκε σκάρτα η αγάπη.

Η αγάπη είναι μία και παντοτινή, και είναι τόσο εγωκεντρική, που χωρίζεται σε τόσο μικρά κομμάτια για όλους μας, μα πάντα κρύβεται.

Είναι τόσο μοναχική, τόσο προσωπική, που περιμένει πάντα να την παραδεχθείς, να την αναλύσεις, να την μοιραστείς.

Φτιάχτηκε για να την αγαπούν όχι μόνο δύο, αλλά και άλλοι τόσοι  άνθρωποι.

Γεννιέται και μέσα στους κακούς, και μέσα στους κλέφτες, και μέσα σε κάθε όμορφο βροχερό θάλαμο μιας ψυχής.

Έτσι είναι, κρύβεται στα απλά, στα λίγα, στα πολλά τα φώτα ή στην τρομερή ησυχία που μπορεί να σου προσφέρει καθένας που συναντάς. 

Μπορεί να εμφανιστεί, μπορεί κρυφτεί, μπορεί να σκοτωθεί αργά και ήρεμα, μπορεί και να σκοτώσει.

Δεν το ξέρεις, δεν θα το μάθεις αν δεν νιώσεις.

Μα μην μπερδεύεστε, έχει πολλές δουλειές για να ασχολείται με τις επιλογές σας.

Η αγάπη είναι αίσθημα, δεν είναι πρόσωπο.

Το πρόσωπο, είναι αυτό που έχεις πιο πολύ ανάγκη να ζήσεις.

Αν ζεις μοναξιά, ζητάς περιπέτεια, αν ζεις αδιαφορία, ζητάς μοναδικότητα.

Έτσι είναι, αλλά μην μπερδεύεστε.

Καθένας που ξεχωρίζει από το σύνολο, μην ξεχνάτε πως έχει κι εκείνος να επιλέξει.

Αν επιλέγει να πληγώσει, δεν σας φταίει η αγάπη που επέλεξε να υπάρξει.



Αγαπάω κι εγώ – μα μόνο την αγάπη.
Και αυτό, γιατί δεν έχει πρόσωπο.
Δεν μπερδεύομαι λοιπόν, γιατί τώρα πια ξέρω.
Αυτός που με πληγώνει, μου χάρισε την αγάπη,
Γι’ αυτό και τώρα φεύγει, γιατί είναι τελικά τόσο ασήμαντος...

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

Ξενύχταγα...

Ξενύχταγα βαθιά μέσα στην  νύχτα καθώς κοιμόμουν..

 Και το αίμα έτσουζε ξένο μέσ’ την καρδιά μου.

 Κοιτούσα κάτω από τα κουρασμένα μου βλέφαρα, έναν κόσμο που καίει, μέσα από μια αστείρευτη ανάγκη για φως.

«Εδώ είμαι κι’ εγώ» θέλει ο καθένας να φωνάξει, μια τελεία να κατακτήσει.                                     
Τον κόσμο να αλλάζεις, κι ας ξέρεις πόσο πονά.
 
 Να ξέρεις πόσο αδύνατο είναι για τους άλλους να πιστέψουν πως μπορεί να αλλάξει, εσύ να το καταφέρεις
και τελικά να πονάς τόσο που να μην μπορείς να χαρείς.                      
Μισή χαρά, χαμένη χαρά..

Μέσα από μια νότα, ένα τραγούδι, μια λέξη, θα αναγεννάς από τις στάχτες της ψυχής σου, καινούργιους δρόμους.

 Έτσι, για αν μην μπορείς να φύγεις ποτέ,
από την γη που έφτιαξες … 

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Φοβάμαι και Πιστεύω






Προσπάθεια ζωής, προσπάθεια μεγάλη,
Να καταπιάνεσαι με κάτι που δεν υπάρχει.
Συναίσθημα γεμάτο, συναίσθημα τραγικό.
Μικρός κόσμος, με τεράστιους ανθρώπους.
Θάνατος σταματά την μνήμη. Η φήμη σκοτεινιάζει.
Ποίηση, γράμματα, χαρτί, ο σταθμός της ζωής.
Αντιμέτωπος με σκέψεις, φυλακισμένος και στιγμές (ο εαυτός)                
Άκακες στον δάσκαλο, εφιάλτης στον μαθητή.
Και αγαλλίαση ουρανού γι’ αυτόν που δεν τον νοιάζει.

Προσπάθεια ζωής, προσπάθεια μεγάλη.
Τσακισμένη άγνοια, μαυροφορεμένη ντροπή.
Να φοβάσαι τον πόνο να ζήσεις.
Φθόνος να σε γεμίζει. Και να φωτίζει αυτό που είσαι, αυτό που φαίνεσαι.
Λες και δεν μπορείς να ξέρεις τον εαυτό σου να ελέγξεις.
Ζωή άσχημη, ζωή κενή.
Επέλεξες; Έζησες;
Χαρούμενος πρέπει να’ σαι. Κατόρθωμα έγινε.
Επίτευγμα μεγάλο ο ουρανός σου. Ασφάλεια ατελείωτη.
Καταλαβαίνεις το κλάμα, μόνο όταν χάσεις το γέλιο.
Ή και μερικές φορές ποτέ.

Προσπάθεια ζωής, προσπάθεια μεγάλη.
Εκτίμηση σε κάτι που δεν αξίζει.
Σαν κούκλες τα κορμιά γίνονται.
Σαν δίχτυ τρύπιο οι ψυχές.
Καθένας ένας δρόμος. Και κάποιοι μονοπάτια σκέτα.
Συναντιόμαστε τυχαία και ξεχνάμε να ζούμε.
Ξεχνάμε να αναπνέουμε, να υπάρχουμε.
Γιατί; Γιατί έτσι μόνο μπορούμε να ήμαστε.
Και έτσι επιλέγουμε στο τέλος  την ψυχή μας να αλλάξουμε.
Και να πιστέψουμε σε αυτό, που πράγματι αξίζει.




                                  Δαμασέ με αν τολμάς..
                                                                       Κρατάω φαντασία..!

                                            Π.Κ

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Εγω θα σκιζω αστρα

Νυχτωσε,βραδιασε & και ο ηλιος καηκε στα αδυτα του ουρανου, Και η αγαπη μου για αλλη μια φορα μικραινει. 

"Τι κανεις;"θα ρωτησεις,με εκπληκτο τονο,καθως εγω θα παταω το τρυπιο πανι των μεσανυχτων,ξυπολυτη,με ενα νυστερι,χωμενο στα κρυα δαχτιλα,που μειτε αγκιξαν ερωτα,μειτε τον πληγωσαν. 


"Τι κανεις;" αδιαφορα θα πεις,οταν θα περναω μεσα σε μια σκεψη απο μπροστα σου,θα γραφω λεξεις στο τζαμι μιας χειμωνιατικης βροχης,που σαν η πνοη θα σβηνει,ενω πριν με γνωρισεις,εγω θα φευγω.

"Τι κανεις;!" θα φωναξεις,σαν εναν γκρεμο θα δεις να ισοπεδωνω,με δυο χερια τρεμαμενα,απο αυτο το τρεμουλο της χιλιοαμμοστρομενης ερημου,που η μοναξια,την γεμιζει ζεστη.
Ολο θα ρωτας λοιπον,αλλα εγω μονο θα γραφω.


Και οταν τελικα θα ερθεις να δεις μια μερα,σε ενα δωματιο λουλουδατο,με τσαι,πελαργονια & βιολετες,ενα ποιημα μου κρυφογραμμενο,γεματο δακρυα και λυγμους,θα λυτρωθεις.


Θα λυτρωθεις απο εναν αναστεναγμο ενος βραδιου,μιας πρωτης γυναικας,μια ερωμενης.


 "Εγω θα σκιζω αστρα,κοιμισου" θα απαντησω. 
Με το νιστερι μου,θα ξεσκιζω ελπιδες,ονειρα. Φως θα περνω απο την λαμψη τους την τελευταια,που ουτε για λιγο δεν θα με ζεστανει.

"Θα σκιζω αστρα,μην φοβασαι" θα πω γελοντας.

 Κρυφα ακονιζα το νιστερι μου ετσι και αλλιως. 

Καθε νυχτα,θα ψαχνω τα πρωινα αστερια,στην αντανακλαση μιας λιμνης,στις σκιες των αιωνοβιων δεντρων. 

Πρωτου ξεχαστουν,πρωτου με συνηθησουν,θα τα χαραξω,θα βγαλω το αιμα της καρδιας μου,τον ερωτα μου,την συμπονια μου,που καθε βραδυ,λιγο λιγο τους εδινα. 

Και ετσι,σαν δολοφονος θα γυρνω εδω και εκει,γεματη αιματα. Και ποιημα θα γραψω,να το δεις,και μετα,θα το σκοτωσω. 


"Μην με ρωτας τι θα κανω αφοτου φυγεις.....εγω θα σκιζω αστρα"
Και μην νομιζεις πως ακομα δεν το κανω.



Παναγιωτα Κ.

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Η ντουλαπα



    Καθένας που γράφει,στο πίσω μέρος του μυαλού του,νιώθει πως ξέρει τα πάντα. Αλλα,ακόμα και αν δεν τα ξέρει, δεν ξεχνάει πως αυτό είναι που χρειάζεται κάποιος για να γράφει, την δύναμη του γνωστού, του γνώριμου.
Είναι όμορφα όταν γράφεις, αν θέλετε να μάθετε δηλαδή. Είναι σαν να είσαι μέσα σε μια ντουλάπα με ρούχα. Στην αρχή, είναι άβολα, ψάχνεις τον λόγο που είσαι εκεί μέσα,αλλά μετά σκεύτεσαι πως δεν έχει σημασία, έχεις μερικά πολύτιμα λεπτά να σκοτώσεις ακόμα πριν βγεις εκεί έξω και ξαναγίνεις μεγάλος.
Κάθεσαι λοιπόν,και το πρώτο πράγμα που κάνεις, είναι να βολευτείς πιο καλά, ετσί ώστε όλο σου το σώμα να ταιριάζει με τις προδιαγραφές της βαριάς ξύλινης νοτυλάπας σου. Ξέρετε, έχει σημασία να είναι παλιά,γιατί έτσι θα μπορείτε να νιώσετε καλύτερα το παλιό σκαλισμένο ξύλο, νοτισμένο με τις πολυκερισμένες σκόνες που έφερναν τα χιλιοφορεμένα ρούχα, όπου έκρυβαν τις εποχές και τον χρόνο.
Το δεύτερο που κάνεις, είναι να ακουμπίσεις απαλά το κεφάλι σου προς τα πίσω, και να πάρεις μια βαθειά ανάσα. Η γλυκιά μυρωδιά που σου έρχεται στην μύτη και γεμίζει με  παλιό οξυγόνο τις φλέβες σου, έχει αυτήν την ευχάριστη κλεισούρα, που μπορεί να μην την θυμάσαι, ή μπορεί αν μην την ήξερες ποτέ πιο πριν, αλλά κάτι σου λέει, σου θυμίζει κάποια ανάμνηση,κάποιο χαμένο σημείο του χρόνου που για σένα ήταν σημαντικό,αλλά τελικά, το ξέχασες.
Μάλλον θα πιαστείς κάποτε, θα θελήσεις να κουνηθείς λίγο, και κάποιο ρούχο θα πέσει πάνω σου, μπορεί ένα φουλάρι, μπορεί  κάτι του γούστου σου, ή και κάτι ντεμοντέ. Θα το κοιτάξεις, και θα προσπαθήσεις να θυμηθείς ποιος και πότε το φορούσε. Θα το μυρίσεις και αυτό λιγάκι, για να βρεις κάποιο άρωμα, ή θα το εξερευνήσεις με τα ακροδάχτυλά σου, ψάχνοντας αυτήν την φορά, για κάποιο κουσούρι, καμιά τρύπα, κάποιο κουμπί που λείπει, κάποιον μόνιμο λεκέ από μπογιά.
Στο τέλος πολύ πιθανόν να θυμιθείς ποιος και πότε το φορούσε, και θα πεις μπράβο στον εαυτό σου, που το θυμάται ακόμη. Αλλά αυτό δεν σου αρκεί, θέλεις και άλλες ανακαλήψεις, μιας και είσαι εκεί, δεν θέλεις να χάσεις την ευκαιρία.
Τα ψάχνεις όλα λοιπόν, ένα προς ένα. Το ξεχασμένο τσαντάκι που το κρατούσε η μητέρα σου σε έναν γάμο, το παλιό σου φουλάρι που έναν χειμώνα το φορούσες συνέχεια ανεξαρτήτως αν σε ζέσταινε ή όχι, την φόρμα του αδερφού σου για το βάψιμο, μια αποκριάτικη στολή, σκονισμένη και μικροσκοπική πλέον, και ένα σωρό πράγματα που καταβάθος ξέρεις πως τα χρειάζεσαι, και ας έχουν μεγαλώσει πλέον.
Τα θέλεις για να τα βλέπεις και να σου θυμίζουν το παρελθόν, μια εποχή, έναν συγκεκριμένο μήνα που δεν θες να ξεχάσεις γιατί δεν ήταν ίσιος με τους υπόλοιπους, μια καλοκαιρινή νύχτα που γιόρταζες κάτι και γύρισες αργά, ένα διαγώνισμα που ήθελες να γράψεις καλά, και ενώ δεν είχες πολύδιαβάσει, τελικά το πέτυχες.
Και όταν βγεις τελικά έξω από την ντουλάπα, και κοιτάξεις το πάτωμα,τους τοίχους τα αντικέιμενα, συνειδητοποιείς πως ο αέρας που αναπνέεις τόσον καιρό, δεν σου πάει.
Πατάς δειλά δειλά το κρύο πλακάκι, και μετά στρώνοντας τα ρούχα σου, σκεύτεσαι πως είναι ώρα να συνηθίζεις την ζωή σου από την αρχή, και αν συνβιβαστείς με ότι σε φοβίζει, σε ανχώνει, σε καταστρέφει, σε αψιφά.
Και στο τέλος, η ντουλάπα είναι ένας χώρος απαγορευμένος για τους πιο πολλούς, γιατί όταν ο εαυτός τους, τους ρώτησε ¨Είναι ασφαλή εκεί μέσα, να κρύψουμε τα πιο καλά μας όνειρα, τι λες;¨, εκείνοι απάντησαν ναι.

Γι’αυτό κι εγώ γράφω ακόμα.
Γιατί μπορώ να αναπνέω μέσα στην δικιά μου την ντουλάπα, και να σατιρίζω ότι με πονά και ότι με βασανίζει, στην ασφάλεια των παλιών νατισμένων μου ρούχων.

Είναι ώραία να κυβερνάς τον κόσμο σου.                                                                                   
Δίνει ένα ¨τίποτα¨ στους χαμένους, και ένα ¨πάντα¨  στους παντοτινούς.

Παναγιώτα Κ.